Όταν ήμουν στην όγδοη τάξη πήγαινα σχολείο μαζί με τον Μουσταφά. Ήμουν καλύτερος μαθητής από εκείνον στο σχολείο, και μπορούσα να τον βοηθήσω με τις ασκήσεις στο σπίτι, αν και ήταν πολύ άτακτος.
Μία μέρα, ως συνήθως, όταν γυρίσαμε από την δουλειά στο αγρόκτημα, εκείνος πήγε να ετοιμάσει το μεσημεριανό και εγώ ξεκίνησα τις εργασίες μου για το μάθημα εκείνης της ημέρας. Όταν έφτασα στο μάθημα της γλώσσας, ρώτησα τον Μουσταφά, «Τι έκανες με τις ασκήσεις της γλώσσας τελικά;»
Ο Μουσταφά απάντησε κοροϊδεύοντας και μετά είπε «Μουστάμπα, είναι αργά τώρα για να κάνω κάτι, έπρεπε να τα είχα κάνει νωρίτερα, ίσως με τιμωρήσει ο δάσκαλος».
Ήμουν χαρούμενος που μπορούσα να κάνω κάτι για να βοηθήσω τον αδερφό μου, γιατί ήταν το παράδειγμα του σωστού αδερφού. Ήταν πάντα καλός μαζί μου, με βοηθούσε με όλη την καρδιά και την ψυχή, και το πιο σημαντικό, ήταν καλός στην μαγειρική.
Θυμάμαι ότι η εργασία μας εκείνη την εβδομάδα αφορούσε τους ποιητές του 5ου και 6ου αιώνα στη γλώσσα και στην λογοτεχνία Νταρί. Με την σειρά τους, οι μαθητές έδειχναν την εργασία τους στον καθηγητή και εκείνος υπέγραφε περήφανα κάτω από την εργασία τους.
Ο Μουσταφά και αρκετοί άλλοι μαθητές ήταν στην ουρά για να δείξουν την εργασία τους στον καθηγητή της τάξης. Ο Μουσταφά ήταν χλωμός και πολύ ανήσυχος, καθώς έπρεπε να γράψει κάποιες από τις εργασίες στον πίνακα. Είχε παγώσει γιατί δεν ήξερε να γράψει τίποτα άλλο εκτός από τον τίτλο, αφού εγώ είχα κάνει όλη την υπόλοιπη εργασία του. Τότε, επειδή, ήμουν ένας από τους καλύτερους μαθητές της τάξης ο δάσκαλος μου ζήτησε να γράψω την εργασία στον πίνακα. Τα έγραψα όλα πολύ γρήγορα και οι άλλοι μαθητές με χειροκρότησαν. Την ίδια στιγμή, ο Μουσταφά ντρεπόταν πολύ και περίμενε την τιμωρία. Μετά, ο δάσκαλος μου ζήτησε να τον χαστουκίσω και ο Μουσταφά με κοίταζε με ένα θλιμμένο χαμόγελο στο πρόσωπό του.
Ο δάσκαλός, προφανώς δεν αστειευόταν και δεν το περίμενα καθόλου αυτό. Δεν μπορούσα να το κάνω. Ο Μουσταφά ήταν ο αδερφός μου, ένας αδερφός που ήταν τόσο ευγενικός από τα βάθη της καρδιά του. Ο δάσκαλος επαναλάμβανε να μου λέει να τον χτυπήσω ξανά και ξανά, ενώ ο Μουσταφά στεκόταν μπροστά μου με ένα πικρό χαμόγελο.
Κάθε φορά που αρνιόμουν να χαστουκίσω τον Μουσταφά, ο δάσκαλος χτυπούσε τα πόδια μου με ένα ξύλο, και φώναζε «Χτύπα τον!»
Ήταν σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος. Προσπαθούσα να αδιαφορήσω για τον πόνο. Μόνο η φωνή του δασκάλου ηχούσε στα αυτιά μου. Κάθε φορά που επαναλάμβανε την φράση, τα χτυπήματα στα πόδια μου γίνονταν όλο και πιο δυνατά.
Εν τέλει, χαστούκισα τον αδελφό μου στο πρόσωπο. Δεν ξέρω αν το χαστούκι μου πόνεσε τόσο πολύ όσο οι ξυλιές του δασκάλου, αλλά η λέξη που επαναλάμβανε είχε αλλάξει και ακουγόταν στο αυτί μου σαν κακό τραγούδι (πιο δυνατά, πιο δυνατά).
Όταν τελείωσε το σχολείο ο Μουσταφά δεν ήταν πια εκεί, άκουγα μόνο τα γέλια των συμμαθητών μου που έλεγαν πόσο δειλός ήμουν. Η σχολική μέρα τελείωσε και δεν ήξερα τι είχα κάνει στον Μουσταφά.
Γύρισα σπίτι από το σχολείο πολύ ντροπιασμένος. Υπήρχε μία μεγάλη σιωπή γύρω από το σπίτι και δεν είδα κανέναν. Η νύχτα ήταν κρύα και πικρή χωρίς τον Μουσταφά. Την επόμενη ημέρα, ξύπνησα και ένιωθα ακόμα ντροπή. Πήγα μόνος μου να φέρω τα πρόβατα από τη φάρμα. Μετά, καθώς ετοιμαζόμουν να πάω σχολείο, άρπαξα τα βιβλία μου από το παράθυρο του ξενώνα, όταν άκουσα τον Μουσταφά να κλαίει. Δίπλα του ήταν η μητέρα μου, και τον παρηγορούσε με δάκρυα στα μάτια. Έκλαιγαν μαζί. Κάθισα δίπλα στο παράθυρο και τους άκουσα. Ο Μουσταφά έλεγε πως σκόπευε να εγκαταλείψει το σχολείο και να φύγει στο Ιράν, εξαιτίας της ντροπής που ένιωθε από τους συμμαθητές και τους φίλους του.
Συνέχισα να πηγαίνω στο σχολείο, αλλά χωρίς τον Μουσταφά, δεν ήμουν πια ενθουσιασμένος. Δεν μπορούσα πλέον να γελάσω. Το τελευταία άγγιγμα του αδελφού μου ήταν τα χαστούκια που του έδωσα και τα τελευταία λόγια που άκουσα ήταν καθώς έκλαιγε και έλεγε πως αναγκαστικά θα μεταναστεύσει.
Σχολιάστε