Αφήνουμε πίσω μας μία περίεργη περίοδο. Μια περίοδο γεμάτη φόβο, πυρετό, καρδιοχτύπι, η οποία αποτέλεσε τελικά ένα μάθημα για εμάς. Εκείνες οι μέρες μας υπενθύμισαν ότι η ζωή είναι μικρότερη απ’ ό,τι φανταζόμαστε, ότι μπορεί να μην έχουμε ποτέ ξανά την ευκαιρία να επισκεφθούμε τους γονείς και τους αγαπημένους μας και να μας μείνει τελικά καημός για μία τελευταία συνάντηση μαζί τους.
Στην επόμενη γενιά θα πω ότι έζησα σε μια περίοδο που ο κόσμος κλείστηκε στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού του. Εκείνες τις μέρες από τις πόρτες των σπιτιών ξεχύθηκαν χιλιάδες ιστορίες και χιλιάδες φωνές ακούστηκαν από τα μπαλκόνια. Στους απόγονούς μας θα πω τι συνέβη σε μας και στον κόσμο τον 21ο αιώνα, το έτος 2020.
Θα πω πως μείναμε στο σπίτι για μέρες. Φοβηθήκαμε, κλάψαμε, πέσαμε σε κατάθλιψη, ηττηθήκαμε!
Ήμασταν μια γενιά που πέρασε μια άνοιξη με τα ανθισμένα της δέντρα, με τις βροχερές και τις ηλιόλουστες μέρες της, κλεισμένη μέσα στο σπίτι. Ήμασταν μια γενιά που της έλειψε το χαμόγελο των άγνωστων ανθρώπων στους δρόμους, επειδή μπήκε σε καραντίνα. Οι συναντήσεις μας περιορίστηκαν, χάθηκαν τα φιλιά και οι αγκαλιές από τις σχέσεις μας. Χιλιάδες περιπλανώμενα φιλιά βρέθηκαν στους δρόμους, στα βουνά, στις πεδιάδες και στις θάλασσες, επειδή έπρεπε να τηρηθούν οι αποστάσεις.
Το μήνυμα εκείνες τις ημέρες ήταν «να πλένετε καλά τα χέρια σας και να μένετε στο σπίτι». Όμως, για ποιο λόγο έλεγαν «σπίτι»; Ίσως επειδή το σπίτι είναι ένα ασφαλές μέρος… Τι μπορούσαν να κάνουν όμως οι άστεγοι; Τι έπρεπε να κάνουν όσοι ζούσαν στις σκηνές και στα camps; Είπαν πως πρέπει να πλένουμε τα χέρια μας, αλλά δεν μας είπαν τι να κάνουμε αν δεν έχουμε νερό ούτε για να πιούμε.
Σταδιακά τα μηνύματα άλλαξαν και υπαγόρευαν την απόσταση μεταξύ των ανθρώπων, αλλά κανείς δεν εξήγησε πώς τηρείται αυτή σε ένα camp, όπου δεν υπάρχει επαρκής χώρος. Είδαμε άδειους δρόμους και γεμάτα νοσοκομεία. Είδαμε τους αγγέλους να έρχονται στη Γη και να εργάζονται στα νοσοκομεία.
Η γενιά μας δεν φαντάστηκε ποτέ ότι όλες οι καφετέριες, οι εκκλησίες, τα τζαμιά, οι κινηματογράφοι και τα πάρκα θα έκλειναν. Η γενιά μας δεν φαντάστηκε ότι θα έμπαινε σε καραντίνα. Δεν φανταστήκαμε ότι τα ανοιξιάτικα απογεύματα θα φτιάχναμε με αγάπη τσάι σε ανθοστολισμένο φλιτζάνι, με την επιθυμία να κεράσουμε το γείτονά μας. Έπρεπε να απομακρυνθούμε για να μείνουμε μαζί… Μέσα από αυτήν την εμπειρία, καταφέραμε να γνωρίσουμε καλύτερα τον εαυτό μας. Γίναμε πιο σοφοί και πιο ευγενικοί.
Δεν είμαι σίγουρη όμως αν μπορώ να εξηγήσω στην επόμενη γενιά το λόγο που δεν σταμάτησαν οι πόλεμοι, παρ’οτι ο μοναδικός τρόπος να επιβιώσει κανείς ήταν να μείνει στο σπίτι. Διστάζω να πω ότι ένα νοσοκομείο στην Καμπούλ δέχτηκε επίθεση και δεκάδες γυναικόπαιδα και νεογέννητα μωρά πέθαναν πριν καν τους προλάβει ο κορωνοϊός.
Παλεύω με τον εαυτό μου για το πώς θα εξηγήσω στους απόγονούς μας ότι στην Αμερική εν μέσω πανδημίας ένα μαύρος άνδρας πέθανε κάτω από τα πόδια ενός αστυνομικού, ενώ φώναζε: «Πάρε το γόνατό σου από τον λαιμό μου, δεν μπορώ να αναπνεύσω!». Δεν ξέρω πώς να εξηγήσω στην επόμενη γενιά ότι μετά την καραντίνα η Ελλάδα ετοιμαζόταν να υποδεχτεί τουρίστες, αλλά οι πρόσφυγες ακόμα δεν είχαν άδεια να βγουν έξω από τα camp. Είναι χιλιάδες οι ιστορίες και δεν είμαι σίγουρη αν πρέπει να τις πω ή όχι. Αυτό που ξέρω σίγουρα είναι πως θέλω να πω το εξής στα παιδιά μας: «Προσοχή στις μέρες που ακόμη δεν έχουν έρθει».
Σχολιάστε